- ολιγοστός
- -ή, -ό και λιγοστός, -ή, -ό ολιγάριθμος, ο κάπως λίγος: Τα έσοδά μας είναι λιγοστά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀλιγοστός — with few companions masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγοστός — ή, ό (ΑΜ ὀλιγοστός, ή, όν, Α αρσ. και ὀλιγωστός) βλ. λιγοστός … Dictionary of Greek
ὀλιγοστά — ὀλιγοστός with few companions neut nom/voc/acc pl ὀλιγοστά̱ , ὀλιγοστός with few companions fem nom/voc/acc dual ὀλιγοστά̱ , ὀλιγοστός with few companions fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοστῶν — ὀλιγοστός with few companions fem gen pl ὀλιγοστός with few companions masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοστόν — ὀλιγοστός with few companions masc acc sg ὀλιγοστός with few companions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοσταί — ὀλιγοστός with few companions fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοστοῖς — ὀλιγοστός with few companions masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοστοί — ὀλιγοστός with few companions masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοστοῦ — ὀλιγοστός with few companions masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοστούς — ὀλιγοστός with few companions masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)